φακίδα — η, Ν η εφηλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός/ φακή + κατάλ. ίδα (πρβλ. δεσμ ίδα)] … Dictionary of Greek
έπηλις — ἔπηλις, η (AM) κάλυμμα, σκέπασμα μσν. κηλίδα τού προσώπου, φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. τού έφηλις*] … Dictionary of Greek
εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πέρκωμα — το, Α σκουρόχρωμη κηλίδα στο πρόσωπο, η περκνάδα, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκοῦμαι, που μαρτυρείται στο σύνθ. ἀπο περκόομαι / οῦμαι) … Dictionary of Greek
πανάδα — (I) και παννάδα, η 1. υποκίτρινη κηλίδα που εμφανίζεται στην επιδερμίδα τού ανθρώπου, αλλ. φακίδα 2. είδος πρόχειρου εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + κατάλ. άδα (πρβλ. ραγ άδα)]. (II) η πρόχειρο έδεσμα που παρασκευάζεται από φέτες ψωμιού οι… … Dictionary of Greek
περκνάδα — και πέρκνα και πρέκνα, η, Ν κηλίδα στο πρόσωπο και στα ακάλυπτα μέρη τού σώματος ξανθών ατόμων, υπό την επίδραση τού ήλιου το καλοκαίρι, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκνός + κατάλ. άδα / α (πρβλ. παν άδα)] … Dictionary of Greek
πιτσυλάδα — και (δ. γρφ.) πιτσιλάδα, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] στίγμα τής επιδερμίδας, φακίδα, εφηλίδα … Dictionary of Greek
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
φακιδιάρης — α, ικο, Ν αυτός που έχει φακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακίδα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek